- σεσουάρ
- saç kurutma makinesi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σεσουάρ — το, Ν άκλ. (ξεν. λ.) ηλεκτρική μικροσυσκευή για το στέγνωμα τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sechoir < sec / seche «ξηρός» < λατ. siccus «ξηρός»] … Dictionary of Greek